Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φαρμάκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φαρμάκι [farˈmaci] SUBST ουδ

1. φαρμάκι (δηλητήριο):

φαρμάκι
Gift ουδ
κρύο ουδ φαρμάκι
κάνει κρύο φαρμάκι
φαρμάκι στάζει η γλώσσα του

Παραδειγματικές φράσεις με φαρμάκι

κρύο ουδ φαρμάκι
είναι φαρμάκι (ποτό)
κάνει κρύο φαρμάκι
φαρμάκι στάζει η γλώσσα του

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский