Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φαρμακεία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φαρμακεία [farmaˈcia] SUBST θηλ

1. φαρμακεία (δηλητηρίαση):

φαρμακεία
Vergiftung θηλ

2. φαρμακεία (έγκλημα):

φαρμακεία
Giftmord αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский