Ελληνικά » Γερμανικά

φαρισαϊσμός [farisaizˈmɔs] SUBST αρσ

φαρισαϊσμός
Pharisäismus αρσ
φαρισαϊσμός αρσ
Heuchelei θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский