Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [pɔˈtizɔ] VERB μεταβ

1. ποτίζω (ζώα):

ποτίζω κάποιον

2. ποτίζω (ύφασμα):

ποτίζω

3. ποτίζω (λουλούδια):

ποτίζω

4. ποτίζω (έκταση: αρδεύω):

ποτίζω

Παραδειγματικές φράσεις με ποτίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский