Ελληνικά » Γερμανικά

αποπεράτωσ|η <-εις> [apɔpɛˈratɔsi] SUBST θηλ

1. αποπεράτωση (σπουδών, ομιλίας):

Abschluss αρσ

2. αποπεράτωση (έργου τέχνης):

Vollendung θηλ

υπ|οπίπτω <-έπεσα> [ipɔˈpiptɔ] VERB αμετάβ

πρόπτωσ|η <-εις> [ˈprɔptɔsi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

επίπτωσ|η <-εις> [ɛˈpiptɔsi] SUBST θηλ (κακή συνέπεια)

υποπίεσ|η <-εις> [ipɔˈpiɛsi] SUBST θηλ

μετάπτωσ|η <-εις> [mɛˈtaptɔsi] SUBST θηλ

χιονόπτωσ|η <-εις> [çɔˈnɔptɔsi] SUBST θηλ

βροχόπτωσ|η <-εις> [vrɔˈxɔptɔsi] SUBST θηλ

περίπτυξη θηλ τυπικ
Umarmung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский