Ελληνικά » Γερμανικά

συνεκτικ|ός <-ή, -ό> [sinɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

συνεκτικός
συνεκτικός (με συνοχή)

Παραδειγματικές φράσεις με συνεκτικός

συνεκτικός χώρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский