Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνεισφέρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνεισ|φέρω <-έφερα> [sinisˈfɛrɔ] VERB αμετάβ

1. συνεισφέρω (συμβάλλω):

συνεισφέρω σε

2. συνεισφέρω (ως δωρεά):

συνεισφέρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский