Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνεισφορά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνεισφορά [sinisfɔˈra] SUBST θηλ

1. συνεισφορά (συμβολή, επίσης χρηματική):

συνεισφορά σε
Beitrag αρσ zu
εφάπαξ συνεισφορά

2. συνεισφορά (δωρεά):

συνεισφορά
Spende θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με συνεισφορά

εφάπαξ συνεισφορά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский