Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμβιβάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συμβιβά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [siɱviˈvazɔ] VERB μεταβ

1. συμβιβάζω (συμφιλιώνω):

συμβιβάζω

2. συμβιβάζω (διαφορές):

συμβιβάζω

3. συμβιβάζω (διαφορετικές απόψεις):

συμβιβάζω

II . συμβιβάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. συμβιβάζομαι (έρχομαι σε συμβιβασμό):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский