Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμβιβαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμβιβαστικ|ός <-ή, -ό> [siɱvivastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συμβιβαστικός:

συμβιβαστικός

2. συμβιβαστικός ΝΟΜ:

συμβιβαστικός
Vergleichs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский