Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμβατικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμβατικ|ός <-ή, -ό> [siɱvatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συμβατικός (σύμφωνα με το συμβόλαιο):

συμβατικός
vertragsmäßig, Vertrags-
Vertragspreis αρσ

2. συμβατικός (συνηθισμένος):

συμβατικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский