Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: προκάτοχος , προκλητικός , προκόνσουλ και προκύπτω

προκάτοχος [prɔˈkatɔxɔs] SUBST mf (αξιώματος)

προ|κύπτω <-έκυψα> [prɔˈciptɔ] VERB αμετάβ

1. προκύπτω (βγαίνω ως συμπέρασμα):

2. προκύπτω (εμφανίζομαι):

προκόνσουλ [prɔˈkɔnsul] SUBST ουδ αμετάβλ ΖΩΟΛ

προκλητικ|ός <-ή, -ό> [prɔklitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. προκλητικός (που προκαλεί σε κάτι):

2. προκλητικός (που ερεθίζει):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский