Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προλαβαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προλαβ|αίνω <-α> [prɔlaˈvɛnɔ] VERB μεταβ

2. προλαβαίνω (κακό, ατύχημα):

προλαβαίνω

3. προλαβαίνω (τρέχοντας, με όχημα):

προλαβαίνω

Παραδειγματικές φράσεις με προλαβαίνω

προλαβαίνω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский