Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προδιαθέτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προδια|θέτω <-θεσα, -τέθηκα, -τεθειμένος> [prɔðiaˈθɛtɔ] VERB μεταβ

1. προδιαθέτω (προετοιμάζω ψυχικά):

προδιαθέτω κάποιον για κάτι

2. προδιαθέτω (επηρεάζω):

Παραδειγματικές φράσεις με προδιαθέτω

προδιαθέτω κάποιον για κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский