Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προδιάθεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προδιάθεσ|η <-εις> [prɔðiˈaθɛsi] SUBST θηλ

1. προδιάθεση (έμφυτη):

προδιάθεση
Veranlagung θηλ

2. προδιάθεση (εκ των πρωτέρων γνώμη):

προδιάθεση

3. προδιάθεση (για αρρώστια):

προδιάθεση
Anfälligkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский