Ελληνικά » Γερμανικά

ποιόν [piˈɔn] SUBST ουδ (ανθρώπου)

ποιόν
Wesen ουδ
ποιόν ενεργείας ΓΛΩΣΣ
Aktionsart θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский