Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πηδάλιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πηδάλιο [piˈðaliɔ] SUBST ουδ

1. πηδάλιο ΝΑΥΣ:

πηδάλιο
Steuer ουδ

2. πηδάλιο ΑΕΡΟ:

πηδάλιο
Ruder ουδ
πηδάλιο κλίσης (φτερού)
Querruder ουδ
Höhenruder ουδ
πηδάλιο διεύθυνσης
Seitenruder ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με πηδάλιο

πηδάλιο κλίσης (φτερού)
Querruder ουδ
πηδάλιο διεύθυνσης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский