Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πηγαίος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πηγαί|ος <-α, -ο> [piˈjɛɔs] ΕΠΊΘ

1. πηγαίος (από πηγή):

πηγαίος
Quell-
Quellwasser ουδ

2. πηγαίος μτφ (αυθόρμητος):

πηγαίος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский