Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πηγή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πηγή [piˈji] SUBST θηλ

1. πηγή και μτφ (πληροφοριών, ιστορική):

πηγή
Quelle θηλ
Wärmequelle θηλ
ιαματική πηγή
Heilquelle θηλ
Mineralquelle θηλ
Stromquelle θηλ
ινιακή πηγή ΑΝΑΤ
μετωπιαία πηγή ΑΝΑΤ
ραδιενεργός πηγή ΦΥΣ
πηγή φωτός, φωτεινή πηγή
Lichtquelle θηλ

2. πηγή μτφ (αίτιο, αρχή):

πηγή
Ursprung αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский