Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πήζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πή|ζω <-ξα, -γμένος> [ˈpizɔ] VERB αμετάβ

1. πήζω (υγρό):

πήζω

2. πήζω (τσιμέντο κτλ):

πήζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский