Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πηκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πηκτικ|ός <-ή, -ό> [piktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

πηκτικός ΒΙΟΛ, ΧΗΜ
Pektin-
Pektinsäure θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский