Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: περιουσιακός , περιστασιακός , περιοδικός , περιούσιος και περιουσία

περιουσία [pɛriuˈsia] SUBST θηλ

1. περιουσία (υπάρχοντα):

Vermögen ουδ
Konkursmasse θηλ
Vermögensarten θηλ πλ

2. περιουσία (έδαφος):

Grundbesitz αρσ
Grundbesitz αρσ

περιοδικ|ός <-ή, -ό> [pɛriɔðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский