Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περηφανεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περηφανεύ|ομαι <-τηκα> [pɛrifaˈnɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με περηφανεύομαι

περηφανεύομαι για κάτι (καυχιέμαι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский