Ελληνικά » Γερμανικά

παροδικ|ός <-ή, -ό> [parɔðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

παροικία [pariˈcia] SUBST θηλ

πάροικος [ˈparikɔs] SUBST mf

Ausländer(in) αρσ (θηλ)

παροιμία [pariˈmia] SUBST θηλ

παροξύν|ω <-α, -θηκα> [parɔˈksinɔ] VERB μεταβ (την κατάσταση)

παρουσία [paruˈsia] SUBST θηλ

1. παρουσία (το να είναι κανείς παρών):

Anwesenheit θηλ

2. παρουσία (εμφάνιση):

Erscheinung θηλ

3. παρουσία TV:

Moderation θηλ

I . παρομοιά|ζω <-σα> [parɔmiˈazɔ] VERB μεταβ

1. παρομοιάζω (κάνω παρομοίωση):

2. παρομοιάζω (λαθεύω στην αναγνώριση):

II . παρομοιά|ζω <-σα> [parɔmiˈazɔ] VERB αμετάβ (μοιάζω)

I . παρουσιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [parusiˈazɔ] VERB μεταβ

1. παρουσιάζω (έγγραφο):

3. παρουσιάζω (επιδείχνω: νέο έργο, μόδα):

4. παρουσιάζω (συστήνω):

5. παρουσιάζω (εκθέτω: έργα τέχνης):

7. παρουσιάζω TV:

II . παρουσιάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. παρουσιάζομαι (εμφανίζομαι: φαινόμενο, αρρώστια, προβλήματα):

2. παρουσιάζομαι (παραβρίσκομαι):

παρουσίασ|η <-εις> [paruˈsiasi] SUBST θηλ

1. παρουσίαση (επίδειξη):

Präsentation θηλ

2. παρουσίαση (σύσταση):

Vorstellung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский