Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παροχέας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παροχέας [parɔˈçɛas] SUBST αρσ

1. παροχέας (κάποιας υπηρεσίας):

παροχέας
Anbieter αρσ

2. παροχέας:

παροχέας Η/Υ, ΤΗΛ
Provider αρσ
παροχέας Η/Υ, ΤΗΛ
Anbieter αρσ
παροχέας (υπηρεσιών) Internet
παροχέας περιεχομένου

Παραδειγματικές φράσεις με παροχέας

παροχέας περιεχομένου
παροχέας (υπηρεσιών) Internet

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский