Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παροξύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παροξύν|ω <-α, -θηκα> [parɔˈksinɔ] VERB μεταβ (την κατάσταση)

παροξύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский