Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρέμβαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρέμβασ|η <-εις> [paˈrɛɱvasi] SUBST θηλ

παρέμβαση
Eingriff αρσ
παρέμβαση
Intervention θηλ
ιατρική παρέμβαση
όταν υπάρχει κρατική παρέμβαση στην αγορά ΟΙΚΟΝ

Παραδειγματικές φράσεις με παρέμβαση

ιατρική παρέμβαση
όταν υπάρχει κρατική παρέμβαση στην αγορά ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский