Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποδέκτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποδέκτης (αποδέκτρια) [apɔˈðɛktis, apɔˈðɛktria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) ΜΗΧΑΝΙΚΉ

αποδέκτης (αποδέκτρια)
Empfänger(in) αρσ (θηλ)
αποδέκτης αίτησης
Antragsempfänger(in) αρσ (θηλ)
αποδέκτης συναλλαγματικής ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Akzeptant αρσ
αποδέκτης κατά παρέμβαση ΧΡΗΜΑΤΟΠ (αποδέκτης συναλλαγματικής)

Παραδειγματικές φράσεις με αποδέκτης

αποδέκτης αρσ ενέχυρου ΝΟΜ
αποδέκτης αίτησης
Antragsempfänger(in) αρσ (θηλ)
αποδέκτης συναλλαγματικής ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Akzeptant αρσ
αποδέκτης/αποδέκτρια αρσ/θηλ συναλλαγματικής
Akzeptant(in) αρσ (θηλ)
αποδέκτης/αποδέκτρια αρσ/θηλ αίτησης
Antragsempfänger(in) αρσ (θηλ)
αποδέκτης κατά παρέμβαση ΧΡΗΜΑΤΟΠ (αποδέκτης συναλλαγματικής)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский