Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποδεσμεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποδεσμ|εύω <-ευσα, -εύτηκα, -ευμένος> [apɔðɛzˈmɛvɔ] VERB μεταβ

αποδεσμεύω κάποιον από

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский