Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρεμβαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρε|μβαίνω <-μβηκα [ή -νέβην] > [parɛɱˈvɛnɔ] VERB αμετάβ

παρεμβαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский