Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρεμβατικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρεμβατικ|ός <-ή, -ό> [parɛɱvatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. παρεμβατικός (σχετιζόμενος με παρέμβαση):

παρεμβατικός
Interventions-

2. παρεμβατικός (σχετιζόμενος με παρεμβατισμό):

παρεμβατικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский