Ελληνικά » Γερμανικά

παράλογο [paˈralɔɣɔ] SUBST ουδ

παράλογ|ος <-η, -ο> [paˈralɔɣɔs] ΕΠΊΘ

1. παράλογος (φόβος):

2. παράλογος (απαιτήσεις):

παραλλαγή [paralaˈji] SUBST θηλ

1. παραλλαγή (λίγο διαφορετική έκδοση):

Variante θηλ

2. παραλλαγή ΜΟΥΣ:

Variation θηλ

3. παραλλαγή ΖΩΟΛ:

Tarnung θηλ

παραληρ|ώ <-είς, -ησα> [paraliˈrɔ] VERB μεταβ

παράλυσ|η <-εις> [paˈralisi] SUBST θηλ

2. παράλυση μτφ (κυκλοφορίας):

Zusammenbruch αρσ

παραλήπτης (παραλήπτρια) [paraˈliptis, paraˈliptria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

παραλήρημα [paraˈlirima] SUBST ουδ

παραλογισμός [paralɔjizˈmɔs] SUBST αρσ (σκέψη, πράξη)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский