Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παράλυση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παράλυσ|η <-εις> [paˈralisi] SUBST θηλ

1. παράλυση ΙΑΤΡ:

παράλυση
Lähmung θηλ
αναπνευστική παράλυση
Atemlähmung θηλ
ανοσολογική παράλυση
Immunparalyse θηλ

2. παράλυση μτφ (κυκλοφορίας):

παράλυση
Zusammenbruch αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με παράλυση

ανοσολογική παράλυση
αναπνευστική παράλυση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский