Ελληνικά » Γερμανικά

ξεθυμ|αίνω <-ανα, -ασμένος> [ksɛθiˈmɛnɔ] VERB αμετάβ

1. ξεθυμαίνω (μυρουδιά, πάθος, έρωτας):

ξεθυμαίνω

2. ξεθυμαίνω (θύελλα):

ξεθυμαίνω

3. ξεθυμαίνω (απαλλάσσομαι από το θυμό μου):

ξεθυμαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский