Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεθαρρεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεθαρρ|εύω <-εψα> [ksɛθaˈrɛvɔ] VERB αμετάβ, ξεθαρρ|εύομαι [ksɛθaˈrɛvɔmɛ] <-εύτηκα, -εμένος> VERB αυτοπ ρήμα

1. ξεθαρρεύω (παίρνω θάρρος):

ξεθαρρεύω

2. ξεθαρρεύω (αποθρασύνομαι):

ξεθαρρεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский