Ελληνικά » Γερμανικά

νομιμοποίησ|η <-εις> [nɔmimɔˈpiisi] SUBST θηλ

φιλοφροσύνη [filɔfrɔˈsini] SUBST θηλ

δουλοφροσύνη [ðulɔfrɔˈsini] SUBST θηλ

εθνικοφροσύνη [ɛθnikɔfrɔˈsini] SUBST θηλ

νομιμοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [nɔmimɔpiˈɔ] VERB μεταβ

μετριοφροσύνη [mɛtriɔfrɔˈsini] SUBST θηλ

γενναιοφροσύνη [jɛnɛɔfrɔˈsini] SUBST θηλ

ταπεινοφροσύνη [tapinɔfrɔˈsini] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский