Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γενναιοφροσύνη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γενναιοφροσύνη [jɛnɛɔfrɔˈsini] SUBST θηλ

γενναιοφροσύνη
Großmut αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский