Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νομιμοποίηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νομιμοποίησ|η <-εις> [nɔmimɔˈpiisi] SUBST θηλ

νομιμοποίηση
Legalisierung θηλ
παθητική νομιμοποίηση ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με νομιμοποίηση

παθητική νομιμοποίηση ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский