Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μοιραίος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μοιραί|ος <-α, -ο> [miˈrɛɔs] ΕΠΊΘ

1. μοιραίος (της μοίρας):

μοιραίος
Schicksals-, schicksalhaft

2. μοιραίος (καταστροφικός: συνέπειες κτλ):

μοιραίος
fataler Fehler αρσ
Femme fatale θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский