Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μοίρασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μοιρασιά [miraˈsça] SUBST θηλ, μοίρασμα [ˈmirazma] SUBST ουδ

1. μοιρασιά (χωρισμός):

Aufteilung θηλ

2. μοιρασιά (διανομή):

Verteilung θηλ

3. μοιρασιά (στη χαρτοπαιξία):

Geben ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский