Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μοιαζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μοιά|ζω <-σα> [ˈmɲazɔ] VERB αμετάβ

1. μοιάζω (είμαι παρόμοιος):

2. μοιάζω (φαίνομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский