Ελληνικά » Γερμανικά

μαγνητίτης [maɣniˈtitis] SUBST αρσ ΓΕΩΛ

μαγνησίτης [maɣniˈsitis] SUBST αρσ

μαγνητί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [maɣniˈtizɔ] VERB μεταβ

μαγνητισμός [maɣnitizˈmɔs] SUBST αρσ

2. μαγνητισμός μτφ (ελκτική δύναμη):

μαγνησία [maɣniˈsia] SUBST θηλ

μαγνητόμετρο [maɣniˈtɔmɛtrɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский