Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοροϊδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοροϊδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [kɔrɔiˈðɛvɔ] VERB μεταβ

1. κοροϊδεύω (περιγελώ):

κοροϊδεύω κάποιον

2. κοροϊδεύω (χλευάζω):

κοροϊδεύω

3. κοροϊδεύω (δουλεύω κάποιον):

κοροϊδεύω

4. κοροϊδεύω (ξεγελώ: στην τιμή κτλ):

κοροϊδεύω

Παραδειγματικές φράσεις με κοροϊδεύω

κοροϊδεύω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский