Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κορόιδο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κορόιδο [kɔˈrɔiðɔ] SUBST ουδ

1. κορόιδο (αντικείμενο χλευασμού):

κορόιδο

2. κορόιδο (ο κουτός):

κορόιδο
Dummkopf αρσ
κάνω το κορόιδο
πιάνω κάποιον κορόιδο
πιάνομαι κορόιδο

Παραδειγματικές φράσεις με κορόιδο

πιάνομαι κορόιδο
πιάνω κάποιον κορόιδο
κάνω το κορόιδο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский