Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κόρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κόρος [ˈkɔrɔs] SUBST αρσ

1. κόρος (κορεσμός):

κόρος
Sättigung θηλ

2. κόρος (αίσθημα εξαιτίας υπερκορεσμού):

κόρος
Überdruss αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κόρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский