Ελληνικά » Γερμανικά

κοιμισμέν|ος <-η, -ο> [cimizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. κοιμισμένος (που κοιμάται):

2. κοιμισμένος (από χαρακτήρα):

αποκοιμισμέν|ος <-η, -ο> [apɔcimizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αποκοιμισμένος (που κοιμάται):

2. αποκοιμισμένος μτφ (χαζός):

ειμαρμένη [imarˈmɛni] SUBST θηλ

οικουμένη [ikuˈmɛni] SUBST θηλ

υφιστάμενος [ifisˈtamɛnɔs] SUBST αρσ, υφιστάμενη [ifisˈtamɛni], υφισταμένη [ifistaˈmɛni] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский