Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοιμίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοιμί|ζω <-σα, -σμένος> [ciˈmizɔ] VERB μεταβ

1. κοιμίζω (κάνω να κοιμηθεί):

κοιμίζω

2. κοιμίζω (βάζω στο κρεβάτι):

κοιμίζω

3. κοιμίζω μτφ (καταπραΰνω):

κοιμίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский