Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοιμισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοιμισμέν|ος <-η, -ο> [cimizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. κοιμισμένος (που κοιμάται):

κοιμισμένος

2. κοιμισμένος (από χαρακτήρα):

κοιμισμένος
τι κοιμισμένος που είναι!

Παραδειγματικές φράσεις με κοιμισμένος

τι κοιμισμένος που είναι!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский