Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υφιστάμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υφιστάμενος [ifisˈtamɛnɔs] SUBST αρσ, υφιστάμενη [ifisˈtamɛni], υφισταμένη [ifistaˈmɛni] SUBST θηλ

υφιστάμενος
είμαι υφιστάμενος κάποιου

Παραδειγματικές φράσεις με υφιστάμενος

είμαι υφιστάμενος κάποιου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский