Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κοιμίζω , κλικ , κέικ , κρεμ , κουλ , κοπή , πριμ , τιμ και κοκ

κοιμί|ζω <-σα, -σμένος> [ciˈmizɔ] VERB μεταβ

1. κοιμίζω (κάνω να κοιμηθεί):

2. κοιμίζω (βάζω στο κρεβάτι):

3. κοιμίζω μτφ (καταπραΰνω):

κοκ [kɔk] SUBST ουδ αμετάβλ

τιμ [tim] SUBST ουδ αμετάβλ

Team ουδ

κοπή [kɔˈpi] SUBST θηλ

1. κοπή (με μαχαίρι ή ψαλίδι):

Schneiden ουδ

2. κοπή (δέντρου):

Fällen ουδ

3. κοπή (νομίσματος):

Prägen ουδ

κουλ [kul] ΕΠΊΘ αμετάβλ οικ

κρεμ [krɛm] ΕΠΊΘ αμετάβλ

κέικ [ˈcɛik] SUBST ουδ αμετάβλ

Kuchen αρσ

κλικ [ˈklik] SUBST ουδ αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский